Μορφῶ — Μορφώ the Shapely fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Μορφώ the Shapely fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορφώ — the Shapely fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορφώ — Επίκληση της Αφροδίτης στη Σπάρτη. Η Αφροδίτη Μ. προστάτευε τη συζυγική πίστη και τα δεμένα πόδια της συμβόλιζαν την υποταγή της γυναίκας στον σύζυγό της και την υποχρέωση να μένει στο σπίτι. Η Μ. ήταν αρχικά αυτοτελής θεότητα, που αργότερα… … Dictionary of Greek
μορφώ — Επίκληση της Αφροδίτης στη Σπάρτη. Η Αφροδίτη Μ. προστάτευε τη συζυγική πίστη και τα δεμένα πόδια της συμβόλιζαν την υποταγή της γυναίκας στον σύζυγό της και την υποχρέωση να μένει στο σπίτι. Η Μ. ήταν αρχικά αυτοτελής θεότητα, που αργότερα… … Dictionary of Greek
Μορφῶς — Μορφώ the Shapely fem acc pl Μορφώ the Shapely fem nom/voc pl (doric aeolic) Μορφώ the Shapely fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορφοῦς — Μορφώ the Shapely fem nom/voc pl Μορφώ the Shapely fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορφοῖ — Μορφώ the Shapely fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορφοῦν — Μορφώ the Shapely fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορφοῦσι — Μορφώ the Shapely fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορφοῦσιν — Μορφώ the Shapely fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)